- σκαριφίζω
- βλ. σκαριφώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκαριφίζω — Ν σκαριφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαριφώ, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
σκαριφισμός — ο, Ν [σκαριφίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκαριφίζω, χάραγμα, ξύσιμο 2. ιατρ. σκαριφησμός 3. εθνολ. τελετουργική επιφανειακή χαραγή τού δέρματος, κυρίως στο πρόσωπο, που εφαρμόζεται από ορισμένους λαούς ως ένδειξη τής κλάσης ηλικίας… … Dictionary of Greek
ιχνογραφώ — έω [ιχνογράφος] σχεδιάζω κάτι με γραμμές (χωρίς χρώματα), ζωγραφίζω με μολύβι, σκιτσάρω, σκαριφίζω … Dictionary of Greek
σκαριφεύω — Α σχεδιάζω υποτυπωδώς, σκαριφίζω, σκιτσάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού σκαριφῶμαι, κατά τα ρ. σε εύω] … Dictionary of Greek
σκαριφιστής — ο, Ν [σκαριφίζω] σκαριφητήρας … Dictionary of Greek